σταθόρι

σταθόρι
το, Ν
βλ. σταθούρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταθούρι — και σταθόρι και στιθώρι, το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αμάραντος 2. κοινή ονομασία τού φυτού ελίχρυσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”